μπατάλικος

μπατάλικος
η , ο
1) слишком жирный, обрюзгший, неповоротливый; 2) громоздкий, тяжёлый; 3) непривлекательный; неизящный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μπατάλικος" в других словарях:

  • μπατάλικος — η, ο [μπατάλης] μπατάλης …   Dictionary of Greek

  • μπατάλικος — η, ο ο μπατάλης (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ογκώδης — (I) ες (ΑΜ ὀγκώδης, ῶδες) [όγκος (Ι)] 1. αυτός που έχει μεγάλο όγκο, παχύς, χοντρός φουσκωμένος (α. «ογκώδης τόμος» β. «πλευρὰ ή πρὸς τὴν γαστέρα ὀγκωδεστέρα», Ξεν.) 2. μτφ. στομφώδης, πομπώδης («ὀγκώδη ποιήματα», Φιλόδ.) νεοελλ. άκομψος, βαρύς,… …   Dictionary of Greek

  • batal — BATÁL1, batali, s.m. Berbec castrat în vederea îmbunătăţirii calităţii cărnii şi a lânii. – cf. tc. battal netrebnic . Trimis de paula, 05.04.2002. Sursa: DEX 98  BATÁL2, batale, s.n. Groapă de depozitare a ţiţeiului, a noroiului rezultat prin… …   Dicționar Român

  • χαχόλικος — η, ο αυτός που αρμόζει σε χαχόλους, μεγαλόσωμος, άχαρος, μπατάλικος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»